χαμαιλεοντισμός

χαμαιλεοντισμός
ο, Ν
1. βιολ. (παλ. όρος) η ιδιότητα ορισμένων ζώων να αλλάζουν απότομα το χρώμα τού δέρματός τους έτσι ώστε να μοιάζει με το χρώμα τού περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκονται, ομοιοχρωμία
2. μτφ. ασυνεπής και ευμετάβλητη στάση και συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαιλέοντας + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”